- παραπληξίᾳ
- παραπληξίᾱͅ , παραπληξίαhemiplegiafem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπληξία — παραπληξίᾱ , παραπληξία hemiplegia fem nom/voc/acc dual παραπληξίᾱ , παραπληξία hemiplegia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληξία — παραπληξία, ή, ΝΜΑ βλ. παραπληγία … Dictionary of Greek
παραπληξίας — παραπληξίᾱς , παραπληξία hemiplegia fem acc pl παραπληξίᾱς , παραπληξία hemiplegia fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληξίαι — παραπληξίᾱͅ , παραπληξία hemiplegia fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληξίαν — παραπληξίᾱν , παραπληξία hemiplegia fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληξίαις — παραπληξία hemiplegia fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληγικός — και παραπληκτικός, ή, ό / παραπληκτικός, ιων. τ. παραπληγικός, ή, όν, ΝΑ [παραπληγία / παραπληξία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληγία 2. (και ως ουσ.) άτομο που πάσχει από παραπληγία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… … Dictionary of Greek
paraplejía — (Del gr. para, contra + plesso, golpear.) ► sustantivo femenino MEDICINA Parálisis de la parte inferior del cuerpo. TAMBIÉN paraplejía * * * paraplejia o paraplejía (del lat. «paraplexĭa», del gr. «paraplēxía») f. Med. *Parálisis de la mitad… … Enciclopedia Universal
παραπληγία — (Ιατρ.). Η παράλυση και των δύο κάτω ή δύο άνω άκρων. Είναι αποτέλεσμα οργανικών παθήσεων του νευρικού συστήματος (οργανική π.). Σε μερικές περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα ψυχογενών διαταραχών, όπως η π. στην υστερία. * * * και παραπληξία, η / ιων.… … Dictionary of Greek
ՅԻՄԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0359 Chronological Sequence: Unknown date գ. μωρία stultitia ἕκστασις exstasis παραφρόνησις , παραπληξία amentia, vesania եւն. Յիմարն գոլ. յիմարիլն. անմտութիւն. խելագարութիւն. շամբշութիւն. մոլեգնութիւն. ափշութիւն. խենդութիւն, խեւութիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)